Τετρακόσια δισ. δολάρια εκτιμάται ότι θα δαπανηθούν παγκοσμίως σε επενδύσεις άνθρακα το χρονικό διάστημα 2000-2030, ενώ, αντιστοίχως, για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναμένεται να επενδυθούν 750 δισ. δολάρια στο πλαίσιο της καταπολέμησης των κλιματικών αλλαγών. Οπως μας πληροφορεί η ERNEST and YOUNG, μία από τις κορυφαίες εταιρείες συμβούλων με έδρα τη Βρετανία, από τα 750 δισ. δολάρια (μισό τρισ. ευρώ) τα 120 θα επενδυθούν από την Κίνα όχι στο εσωτερικό της χώρας αλλά ως εξαγώγιμο προϊόν (;), όπως δείχνουν οι ρυθμοί ανάπτυξης και το ενδιαφέρον για φιλικές προς το περιβάλλον πηγές ενέργειας. Οι εκτιμήσεις για την Ελλάδα είναι 15 δισ. ευρώ για εγκατάσταση ρυπογόνων σταθμών λιθάνθρακα και λιγνίτη και φυσικό αέριο (λιγότερο ρυπογόνο), σύμφωνα με τον Μιχάλη Καραμανή, πρόεδρο της ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) και 7 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα 5 χρόνια για επενδύσεις σε αιολικά και φωτοβολταϊκά, όπως λέει ο Στέλιος Ψωμάς, σύμβουλος του συνδέσμου εταιρειών για τα φωτοβολταϊκά. Ωστόσο αν οι κυβερνήσεις συνεχίσουν να οδηγούν τις χώρες τους μέσα από τις σημερινές ενεργειακές ατραπούς, το 2030 οι παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες θα είναι κατά 60% μεγαλύτερες σε σχέση με σήμερα. Τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να δεσπόζουν στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, καλύπτοντας μέρος της αύξησης αυτής, και παράλληλα τα μερίδια των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο συνολικό παγκόσμιο ενεργειακό ισοζύγιο θα παραμείνουν περιορισμένα. Το come back του πυρηνικού λόμπι Επειδή τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, έχουμε και το λόμπι των πυρηνικών, τον λύκο που στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Ετσι, τώρα που το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης για τις κλιματικές αλλαγές έχει κορυφωθεί, η πυρηνική βιομηχανία εμφανίζεται ως μία από τις εναλλακτικές λύσεις για το μέλλον καθώς τυπικά δεν ρυπαίνει. Πολλές χώρες, όπως η Φινλανδία ή η Τουρκία αλλά και γειτονικές βαλκανικές, έχουν αρχίσει να ξανασκέφτονται την κατασκευή πυρηνικών σταθμών, χωρίς όμως να «βλέπουν» και τα προβλήματα που συνοδεύουν την πυρηνική ενέργεια, όπως η διαχείριση των αποβλήτων, που δεν έχει λυθεί ουσιαστικά εδώ και 50 χρόνια, αλλά και ο κίνδυνος ενός ατυχήματος. Ακόμα όμως και αν παραβλέψουμε τους κινδύνους πρέπει να λάβουμε υπόψη και τα εξής: βάσει των ρυθμών κατανάλωσης ουρανίου από τους υπάρχοντες αντιδραστήρες χρειαζόμαστε 67 χιλιάδες τόνους ετησίως, γεγονός που σημαίνει ότι τα γνωστά αποθέματα ουρανίου που φτάνουν το 1,9 εκατομμύριο τόνους θα καταναλωθούν μέσα σε περίπου 30 χρόνια, σύμφωνα με το γερμανικό ινστιτούτο «Energy watch group». Θα αναρωτηθείτε και πού γνωρίζω αν υπάρχουν και άλλα μεγάλα κοιτάσματα ουρανίου. Η απάντηση είναι: «Το απεύχομαι». Στις συμβατικές πηγές ενέργειας τα παγκόσμια γνωστά αποθέματα αργού πετρελαίου- όπως αναφέρεται στην τελευταία ετήσια έκθεση της ΒΡ- θεωρητικά φτάνουν για τα επόμενα 40,5 χρόνια. Αντιστοίχως, «του φυσικού αερίου και του άνθρακα, για 63 και 147». Στην έκθεση δεν υπολογίζεται η αυξανόμενη ζήτηση, ο συνυπολογισμός της οποίας (με δεδομένο τους ρυθμούς αύξησης της τελευταίας δεκαετίας) θα μείωνε τον χρόνο εξάντλησης των γνωστών αποθεμάτων σε περίπου 30, 37 και 56 χρόνια, αντιστοίχως. Μία προοπτική απογοητευτική επισημαίνει ο Στέλιος Ψωμάς: «Στη χώρα μας τα εναπομείναντα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα λιγνίτη -στις περιοχές όπου η ΔΕΗ αναπτύσσει λιγνιτική δραστηριότητα, με βάση τους σημερινούς ρυθμούς κατανάλωσης λιγνίτη- επαρκούν για περίπου 40 χρόνια ακόμη στη Δυτική Μακεδονία και 20 στη Μεγαλόπολη». Στον ευρωπαϊκό χώρο, η ολοένα και πιο ενεργοβόρος ευρωπαϊκή οικονομία στηρίζεται ουσιαστικά στα ορυκτά καύσιμα, που αντιπροσωπεύουν τα 4/5 της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας (πετρέλαιο, άνθρακας, φυσικό αέριο), εκ των οποίων τα 2/3 εισάγονται. Το φυσικό αέριο και μόνο που προέρχεται από τη Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το 20% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης. Η κοινοτική προσφορά ενέργειας καλύπτει μόλις το ήμισυ των κοινοτικών αναγκών. Οι εισαγωγές ενεργειακών πόρων θα είναι πολύ μεγαλύτερες σε 25 χρόνια και θα ανέλθουν στο 70% των συνολικών αναγκών. Το πετρέλαιο ενδέχεται να εισάγεται σε αναλογία 90%. Σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική διάσταση, ας θεωρήσουμε απλώς ότι το 45% των εισαγωγών πετρελαίου της Ε.Ε. προέρχεται από τη Μέση Ανατολή και το 40% του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, υποστηρίζει έκθεση της Κομισιόν. Η εξάρτηση από τις εισαγωγές είναι ακόμη πιο έντονη στην Ελλάδα. Οι εγχώριοι πόροι πρωτογενούς ενέργειας περιλαμβάνουν κυρίως τον λιγνίτη και τις ΑΠΕ. Οι εγχώριοι πόροι υδρογονανθράκων είναι περιορισμένοι και ήδη έχουν εξαντληθεί. Υπενθυμίζεται ότι το 2000 η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας έφτανε το 69% και σύμφωνα με το σενάριο αναφοράς της ΡΑΕ πρόκειται να φτάσει το 71% το 2010, σκαρφαλώνοντας στο 76% το 2030. Αν θελήσουμε να δούμε πού πάσχει ενεργειακά η χώρα μας, θα παρατηρήσουμε ότι οι πιο προβληματικοί τομείς είναι ο τριτογενής (υπηρεσίες), ο οικιακός και ο τομέας των μεταφορών, όπου είχαμε αντιστοίχως αύξηση της κατανάλωσης, κατά 3 φορές στον τριτογενή τομέα 35% στον οικιακό και 28% στις μεταφορές την περίοδο 1990-2005. Στροφή στις ΑΠΕ Μια στροφή στις ΑΠΕ θα απεξαρτήσει σταδιακά και τη χώρα μας από τον άνθρακα, μία από τις κύριες ρυπογόνες πηγές ενέργειας. Σε διεθνές επίπεδο η στροφή αυτή είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο για εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά και για μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων. Σας θυμίζω, λέει ο σύμβουλος του ΣΕΒ, ότι «το 2006 ο άνθρακας κάλυψε το 25% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών, συμβάλλοντας στο 40% των εκπομπών του CO2 συντηρώντας έτσι το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Σε τόνους η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα έφτασε τα 3 δισ. ισοδυνάμου πετρελαίου -επίπεδο ρεκόρ! Η Κίνα κατέχει ποσοστό 39% της παγκόσμιας κατανάλωσης, οι ΗΠΑ το 18%, η Ε.Ε. το 10% και η Ινδία το 8%. Σε πρόσφατη έκθεσή της η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει ότι η καύση του άνθρακα στην Κίνα ευθύνεται για 350.000 έως 400.000 πρόωρους θανάτους κάθε χρόνο, ενώ ετησίως οι νεκροί στα ανθρακωρυχεία της Κίνας ανέρχονται σε 5.000. Το Πεκίνο, από την πλευρά του, υποστηρίζει απλώς -και δικαίως για τους Κινέζους- ότι η προσπάθειά μας για ανάπτυξη, όπως και στον δυτικό κόσμο «περνά από τις συμβατικές πηγές ενέργειας». Το οξύμωρο είναι ότι η Κίνα, ενώ δεν έχει μπει στον χορό των εφαρμογών με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, έχει γίνει γίγαντας στις εξαγωγές ΑΠΕ! Τι σημαίνει όμως «επενδύει» στις ΑΠΕ; Ο Στέλιος Ψωμάς εξηγεί: «Πρωτίστως "επενδύει" σε μονάδες παραγωγής και εξαγωγής τεχνολογιών ΑΠΕ και δευτερευόντως σε έργα ΑΠΕ μέσα στην ίδια τη χώρα. Στα τέλη του 2006, η Κίνα είχε εγκαταστημένα 2.600 μεγαβάτ αιολικών, μόλις 3,5 φορές όσα έχει η μικρή Ελλάδα. Μάλλον φτωχό σκορ για ένα γίγαντα. Η γειτονική της Ινδία είχε 2,5 φορές περισσότερα αιολικά. »Εκεί που η Κίνα είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στον πλανήτη είναι ο τομέας των ηλιοθερμικών, αφού έχει εγκαταστήσει τα 2/3 των ηλιακών θερμοσιφώνων σε παγκόσμια κλίμακα και διαθέτει μια εύρωστη εγχώρια βιομηχανία. Φωτοβολταϊκά »Σε ό,τι αφορά τα φωτοβολταϊκά, η Κίνα βλέπει ήδη στα μάτια τους δύο μεγάλους παραγωγούς, τους Ιάπωνες και τους Γερμανούς. Τουλάχιστον 1 στα 3 φωτοβολταϊκά πλαίσια παράγονται πλέον στην Κίνα. Σε επίπεδο εφαρμογών, όμως, η Κίνα παραμένει μια πολύ μικρή αγορά, με εφαρμογές κυρίως σε απομονωμένες επαρχίες που δεν διαθέτουν ηλεκτρικό ρεύμα». Η Κίνα πάντως επενδύει γενικώς προς όλες τις κατευθύνσεις: εργοστάσια άνθρακα, πυρηνικά, χτίζει στρατηγικές συμμαχίες με πετρελαιοπαραγωγούς χώρες. Κοντολογίς χτίζει το «μαγαζί της». Οσο για το Μπαλί, μάλλον το μπαλάκι για τις κλιματικές αλλαγές πάει στο μέλλον. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον άνθρωπο και τις συνθήκες ζωής στον πλανήτη Γη. www.enet.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου